Μια μέρα σε μια συζήτηση μου είπαν «μικρός είσαι, τράβα μείνε με τους δικούς σου». Ωραία. Καθολική αποδοχή της ήττας. «Όταν ξεμείνω, θα πάω» είπα για να τελειώνουμε, μα έτσι ήταν όντως. Δεν πλήρωνα νοίκι, μα τα λεφτά στην τράπεζα τελειώναν. Ήμουνα τον προηγούμενο μήνα στον Ευαγγελισμό, για εξαγωγή φρονιμήτη. Σαράντα εφτά ευρώ. Κοίταξα το πορτοφόλι μου έξω από το ΜΕΤΡΟ καθώς γυρνούσα. Έξι και κάτι ψιλά μου είχαν μείνει μέχρι να μπει το επόμενο επίδομα. Ωραία.
Τι μιζέρια θεε μου… Είχα μαζέψει δυο-τρία σακουλάκια από καπνό και τον γέμιζα με λαμιώτικο ακατέργαστο. Έβηχα μια βδομάδα, «κόψτο ρε μαλάκα», «θα το κόψω για μένα, όχι για αυτούς.» Και στα τέλη του μήνα, οι έξοδοι μετριούνται σε μπριζόλες, ένα ουίσκι είναι τρεις λαιμού κι ένα μαρούλι. Δακρύβρεχτο, ξεδεκρύβραχτο έτσι είναι. Έτσι.
Γaμώ την αξιοπρέπεια μας, ίσως, ίσως αν παρακαλούσα τον… Τι κάθομαι και σκέφτομαι. Ο άντρας δεν φτιάχνεται ούτε στα μπουρδέλα ούτε στους στρατώνες. Εδώ θα φανούνε κούτελα, τέσσερις μήνες χωρίς ξυπνητήρι το πρωί και δεν έχω παιδιά, δεν έχω γυναίκα να στηρίζεται πάνω μου. Θα αντέξω. Θα πουλήσω λίγο πιο φτηνά την υπεραξία μου, λίγες περισσότερες ώρες, λίγο πιο μακριά… Προσλαμβάνουνε πτυχιούχους ΑΕΙ στα Οινόφυτα;
Δεν κλαίμε. Δακρύζουμε καμιά φορά. Σαν θυμάμαι τι λέγανε δασκάλες και συγγενείς για το μέλλον. Χωρίς λεφτά να κάνεις κάτι ενδιαφέρον και χωρίς δουλειά, νιώθω άχρηστος. Γερασμένος.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Καθάρισα τη φωνή μου.
«Ναι πατέρα έφτασα…Όχι, έχω, μην ανησυχείς.».