Στην είσοδο δεν υπήρχε καν αφίσα του live (η αιώνια προχειρότητα της Θεσσαλονίκης), όμως, μέσα, το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο – στα μπροστινά τραπέζια, πίσω στο μπαρ, στον εξώστη και τα σκαλιά. Είχε πιτσιρικάδες ψόφιους για χαβαλέ, παλιούς οπαδούς με πολλά χιλιόμετρα στην πλάτη, μεσήλικες με κοτλέ παντελόνι ανεβασμένο ψηλά στη μέση, μεγάλες παρέες, δύο–τρεις αναγνωρίσιμες φιγούρες της καλής κοινωνίας της πόλης και ελάχιστες γυναίκες. Πρώτος στη σκηνή ανέβηκε ο Μάριος Ασλαμάς, επίσης ραδιοφωνικός παραγωγός και ένας εκ των μόνιμων καλεσμένων στη «Μαρμίτα», τη σούπερ καλτ τηλεοπτική εκπομπή που κάνει το μεσάνυχτα της Κυριακής ο Ραπτόπουλος σε τοπικό κανάλι. Ο Ραπτόπουλος βγήκε δεύτερος κι έγινε το σώσε. Δεν υπήρχε, φυσικά, κανένα σφιχτό σενάριο, παρά μόνο καυστικό χιούμορ και ατέλειωτο ποδοσφαιρικό γκανγκ. Το live κράτησε κοντά τρεισήμιση ώρες. Ο κόσμος φώναζε ατάκες του Ραπτόπουλου από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ζητούσε από τον ίδιο να αφηγηθεί ιστορίες, να κάνει σπαρταριστές μιμήσεις και ανελέητη σάτιρα σε παίκτες και παράγοντες.
Το κοινό ήταν ειδικό και εκπαιδευμένο, όχι μόνο στην ποδοσφαιρική αργκό και το παρασκήνιο στον Βορρά, αλλά και στον τρόπο του κεντρικού σόουμαν. Σύμφωνοι. Ο Ραπτόπουλος, όμως, για τον μέσο Θεσσαλονικιό, είναι πολύ διαφορετικός από τα βιντεάκια που παίζει ο Λαζόπουλος. Δεν είναι τόσο ταυτισμένος με τον σκληρό χαβαλέ και το hardcore. Εδώ πάνω δεν διατίθενται -ακόμη- όλα προς κατανάλωση. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να γίνει κατανοητό σε κάποιον που δεν ζει στην πόλη, όμως υπάρχει ακόμη σε κάποιο βαθμό η έννοια της τοπικής θαλπωρής και γλύκας, έστω κι αν τα όρια με την εσωστρέφεια είναι δυσδιάκριτα. Τα περισσότερα πράγματα στη Θεσσαλονίκη έχουν αρχή, μέση και τέλος. Και η ίδια η συντηρητική κοινωνία διαθέτει έναν αόρατο αυτοματισμό, ώστε να συγχωρεί ακόμη και τα πιο γενναία παιδιά της. Το ερώτημα του σημερινού σημειώματος, όμως, είναι άλλο: Γιατί ο Ραπτόπουλος σπάει όλα τα ταμεία στη Θεσσαλονίκη;
Γεννήθηκε στην Τούμπα το ’68, γιος του Τάκη Ραπτόπουλου, παλαίμαχου ποδοσφαιριστή του Άρη και μέλους της ομάδας που κατέκτησε το Κύπελλο το 1970. Ο μικρός Ραπτόπουλος έπαιξε και ο ίδιος στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα ως τερματοφύλακας, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Τα επόμενα χρόνια έκανε πολλές δουλειές – αυτοφωράκιας σε μπαρ, πλασιέ βιβλίων, μετακομίσεις, κατάσκοπος σε ομάδες Β’ και Γ’ Εθνικής, ρεπόρτερ κοσμικής στήλης σε τοπική εφημερίδα. «Δεν έχω ομάδα, κόμμα και θρησκεία», λέει. Δεν πίνει, δεν καπνίζει και ξυρίζει το κεφάλι του μέρα παρά μέρα. «Δεν αλλάζω γειτονιά, φίλους, γυναίκα, αυτοκίνητο». Έχει για κατοικίδιο μία χελώνα κι ένα σκυλάκι, τη Μίνι. Φοβάται τους γιατρούς, δεν αντέχει το μπάσκετ, τη φιλανθρωπία και «τους πατριώτες που πάνε στο καζίνο και τα κωλόμπαρα στη Γευγελή». Δεν φορά πουκάμισο «επειδή έχω χοντρό λαιμό και με σφίγγει» και δεν πηγαίνει στην εκκλησία, καθώς «είναι η μοναδική κερδοφόρα επιχείρηση, μαζί με την τράπεζα, που δεν διαθέτει τουαλέτα στους πελάτες».
Ο Ραπτόπουλος υιοθετεί πάντα τη λιγότερο δημοφιλή άποψη, είτε για να κάνει ίντριγκα είτε επειδή το πιστεύει. Είναι αμείλικτος, συχνά άδικος στην κριτική των ποδοσφαιριστών – «αυτός έχει να φάει κρέας έξι μήνες», «ο σέντερ μπακ δεν πηδάει ούτε εφημερίδα», «οι πέντε από την 11άδα, στον στρατό θα έβγαιναν γιωτάδες». Δεν κολακεύει οπαδούς και στο παρελθόν έχει φύγει από το στούντιο με αστυνομική συνοδεία. Μπορεί να αναλύει με πάθος και πολλές ώρες ποδοσφαιρικά συστήματα, τον «ρόμβο στην ευθεία» και το «κρυφό εξαρο-οχτάρι». Ζει για την μπάλα και είναι σίγουρο ότι θα προτιμούσε ένα ματς του Αγιονερίου με το Κοκκινόχωμα, από το Τσάμπιονς Λιγκ. Το δυνατό χαρτί του είναι οι κοινωνιολογικές αναλύσεις, αν και καμιά φορά θεωρείται σεξιστής και αγενής. Δίνει απίθανες ερωτικές συμβουλές, υπήρξε κριτής σε τοπικά καλλιστεία και έχει αφήσει να εννοηθεί ότι έπαιξε σε ταινία πορνό. «Οι τσόντες του ’70 είναι εξαιρετικές, καλύτερες δεν ξανάδα», λέει. Ο Ραπτόπουλος αναφέρεται ονομαστικά σε φιγούρες της επικράτειας της Τούμπας, όπως «τη Λωλή στο πάρκο του Αη-Θεράπη, που ορκίζεται ότι έχει φέρει εφτάρες στο τάβλι». Είναι σφιχτός στα χρήματα («πήγα να τον δω στο νοσοκομείο και σκέφτηκα να πάρω γλυκά, όμως τι να τα κάνει ετοιμοθάνατος άνθρωπος, πήρα ένα μικρό κουτάκι χυμό»). Πηγαίνει σπάνια στο γήπεδο «κι αυτό μεταμφιεσμένος, με μουστάκι και γυαλιά», και ακόμη πιο σπάνια στο κέντρο για καφέ – «30 μαλάκες θα με ρωτήσουν για τον ΠΑΟΚ και άλλοι 30 θα με πλησιάσουν για να μου πουλήσουν ημερολόγια και κομποσχοίνια».
Ο Ραπτόπουλος σπάει ταμεία επειδή είναι αβάσταχτα αυθεντικός. Δεν είναι καλός ούτε τίμιος, είναι όμως σπίρτο αναμμένο. Δεν είναι όμορφος, καθόλου ιδεαλιστής και θα κάνει πέντε δουλειές για να βγάλει τα προς το ζην. Μπλέκεται συχνά σε τσακωμούς στον δρόμο. Σε αυτά που λέει, οι περισσότεροι ίσως αναγνωρίζουμε κρυφές σκέψεις, που δεν ομολογούμε. Το κυριότερο; Είναι ο «τρελός του χωριού» στον κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου με την αφόρητη σοβαροφάνεια και τα κλισέ -του οποίου την επιφάνεια αν ξύσεις λίγο, θα διαπιστώσεις ότι συμπυκνώνει από κάτω το χειρότερο πολιτικό-οικονομικό κοκτέιλ-, έναν ποδοσφαιρικό κόσμο που έχει μεγάλη πλάκα για να τον παίρνεις στα σοβαρά. Ο Ραπτόπουλος είναι απολαυστικός αφηγητής ιστοριών, ένας «αγράμματος» χρονογράφος. Κι έχει μια σπάνια τραγικότητα, που θα μπορούσε να θυμίζει πρωταγωνιστές σε κωμωδίες του παλιού ελληνικού σινεμά.
«Στο αθλητικό ραδιόφωνο κάνουμε ψυχανάλυση, γλιτώνουμε κόσμο από κατάθλιψη. Γι’ αυτό, λοιπόν, ψηλά το κάτω κεφάλι και χαμηλά το πάνω. Καλή συνέχεια».