Μια μέρα η Μπέτυ είπε: «Μπέρθα, και οι δύο αγαπούσαμε να παίζουμε σοφτμπολ όλη μας τη ζωή από τότε που πηγαίναμε σχολείο. Κάνε μου μια χάρη. Όταν πας στον παράδεισο, δείξε μου με κάποιο τρόπο, ότι εκεί πάνω παίζουν σοφτμπολ.»
Η Μπέρθα κοίταξε την Μπέτυ από το νεκροκρέβατό της και είπε: «Μπέρθα, ήσουν η καλύτερή μου φίλη για πολλά χρόνια. Αν είναι δυνατόν, θα σου κάνω αυτή τη χάρη για σένα.»
“Επειτα από λίγο, η Μπέρθα πέθανε.
Μερικά βράδια αργότερα, η Μπέτυ ξύπνησε από μια λάμψη και μια φωνή που την καλούσε, «Μπέτυ, Μπέτυ.»
«Ποιος είναι;» ανασηκώθηκε ξαφνικά η Μπέτυ.
«Μπέτυ, εγώ είμαι, η Μπέρθα.»
«Δεν είσαι η Μπέρθα. Η Μπέρθα πέθανε.»
«Σου λέω εγώ η Μπέρθα!» επέμενε η φωνή.
«Μπέρθα! Που εισαι;»
«Στον παράδεισο. Έχω καλά και άσχημα νέα να σου πω,» απάντησε η Μπέρθα.
«Πες μου πρώτα τα καλά νέα,» είπε η Μπέρθα.
«Τα καλά νέα είναι ότι στον παράδεισο παίζουν σοφτμπολ. Όλοι οι φίλοι μας που πέθαναν πριν από μένα είναι και αυτοί εδώ. Και το καλύτερο, είμαστε όλοι ξανά νέοι. Είναι πάντα άνοιξη εδώ και ποτέ δε βρέχει ή χιονίζει. Παίζουμε όσο σοφτμπολ θέλουμε και ποτέ δεν κουραζόμαστε!»
«Αυτό είναι υπέροχο!» είπε η Μπέτυ. «Ξεπερνάει τα όνειρά μου! Ποια είναι λοιπόν τα άσχημα νέα;»
«Την Τρίτη θα παίξεις τον πρώτο σου αγώνα σοφτμπολ!»