Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ” τον ήλιο ξεξασπρότερη.
Μια πάπια, μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά.
Της καρέκλας το ποδάρι, ξεκαρεκλοποδαρώθηκε ποιος το ξεκαρεκλοποδιάριασε ο ξεκαρεκλοποδαράς.
Ο τζίτζιρας ο μίτζιρας ο τζιτζιμιτζιχότζιρας, ανέβηκε στη τζιτζιριά στη μιτζιριά στη τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψει τζίτζιρα μίτζιρα τζιτζιμιτζιχότζιρα
Ο γιος του Ρουμπή, του Κουμπή, του ρουμποκομπολογή, βγήκε να ρουμπέψει, να κουμπέψει, να ρουμποκομπολογέψει, και τον πιάσαν οι ρουμπήδες, οι κουμπήδες, οι ρουμποκομπολογήδες.
Ο παπάς ο παχύς , έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ , έφαγες παχιά φακή;
Η συκιά μας η διπλή, η διπλογυριστή, κάνει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά. Πάει ο σκύλος ο διπλός, ο διπλογυρι-γυριστός, να φάει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά.
Πίτα σπανακόπιτα σπανακολαδοφραγκοσυκοπαντζαροκολοκυθόπιτα.
Εκκλησούλα μολυβδοκολοπελεκητή, ποιος σε μολυβδοκολοπελεκητούσε; Ο γιος του μολυβδοκολοπελεκητή.
Κάστανα βραστά σκαστά με τη βραστή σκαστή κουτάλα.