Aθήνα, τέλη δεκαετίας του 1950. Η Πατησίων αποτελεί έναν από τους πιο λαμπερούς δρόμους με της πόλης. Ζωντανή, αριστοκρατική, με θέατρα, κινηματογράφους ακόμη και τραμ(!) να την διασχίζει. Στον αριθμό 136 ένα μικρό barάκι είναι από τον Μάρτιο του 1958 αυτό που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε… talk of the town.
Το Au Revoir λοιπόν, σχεδιασμένο από τον διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα Αριστομένη Προβελέγγιο (που έζησε για αρκετά χρόνια στη Γαλλία και ουσιαστικά αυτός «βάφτισε» το μαγαζί) αποτελεί στέκι και κλασικό σημείο συνάντησης για σχεδόν όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής : Χατζηχρήστος, Αυλωνίτης, Στολίγκας, Μάρω Κοντού, αδελφές Καλουτά, Βέμπο, Τραϊφόρος, Ηλιόπουλος, ποιητές και άλλοι καλλιτέχνες, φοιτητές και δημοσιογράφοι, όλοι είχαν περάσει από την μπάρα ή τα τραπεζάκια του bar.
Μόλις μπαίνεις μέσα νιώθεις ένα δέος. Αυτό το μπαρ δεν είναι σαν όλα τα άλλα. Είναι διαφορετικό. Είναι σαν να έχει σταματήσει το ρολόι του στην δεκαετία του 60’. Τότε που όλα ήταν λίγο πιο ρομαντικά.
Σε αυτή την μπάρα αν κάτσεις μπορεί να ακούσεις ιστορίες για όλη μεταπολεμική Ελλάδα. Η τζαμαρία του είναι σαν μια τεράστια γιγαντοοθόνη που εκεί μέσα εξελίσσονταν τα πάντα.
Από το τανκ του Πολυτεχνείου μέχρι τα πρόσφατα Δεκεμβριανά. Η κάβα του κλασσική. Ουίσκι, λικέρ, κονιάκ. Ότι έπιναν οι άνθρωποι το 60.
Αν θες πάλι κάποιο τζιν τόνικ τότε να ξέρεις ότι θα σου έρθει το ποτήρι με το τζιν και πάγο και δίπλα το τόνικ χωριστά. Την μίξη την κάνεις εσύ, βάζεις όσο θες εσύ και μπορεί να γίνομαι κουραστικός αλλά έτσι το έπιναν παλιά. Αξίζει να δοκιμάσεις το εξαιρετικό dry martini του. Από το Au Revoir έχει περάσει όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος όλα αυτά τα χρόνια. Θεατράνθρωποι, γλύπτες, ποιητές.
Μέχρι και ο Φρανκ Σινατρα , έχει περάσει από το Au Revoir , όταν είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά τη χώρα μας το 1962, και μετά τη συναυλία του στο Ηρώδειο…
Σε ένα χώρο που δεν θα μπορούσες εύκολα να χαρακτηρίσεις ρετρό ή vintage αλλά με τη δική του ξεχωριστή μοναδικότητα συναντάς ψάθινους τοίχους και φωτιστικά, σκούρα χρώματα και αρκετό ξύλο, πίνακες του εικαστικού Γιώργου Σιούντα (από τους καλύτερους… πελάτες του bar και ένας από τους παλιούς) στους τοίχους και βεβαίως τον ανάγλυφο πάγκο του bar από σκυρόδεμα, που πολλές φορές λειτουργούσε –και λειτουργεί- σαν… εξομολογητήριο ανάμεσα στους θαμώνες, ενώ αν είσαι τυχερός όλο και κάποια ιστορία θα ακούσεις από τον κο Λύσσανδρο, που τα απογεύματα σε υποδέχεται μέσα από το bar.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την άψογη οροφογραφία και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία του Au Revoir έχουν… αναγκάσει το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο να αποστείλει ευχαριστήρια επιστολή καθώς δεν έχει αλλοιωθεί στο ελάχιστο η αρχική του μορφή και αρχιτεκτονική.
Στοιχεία που διατηρούνται μέχρι και σήμερα, ακριβώς όπως την 10η Μαρτίου του 1958, όταν και μετά από τρεις μήνες εργασιών το bar άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του.
Εδώ πάντα άκουγες -και ακούς- ξένη μουσική κυρίως jazz, ενώ στις ελάχιστες φορές που «παίζει» κάτι ελληνικό κυμαίνεται ανάμεσα σε Θεοδωράκη, Χατζηνάσιο και Χατζιδάκι. Οι ήχοι όμως είναι πάντοτε στον σωστό τόνο.
Οι γενιές των θαμώνων του όλες αυτές τις δεκαετίες ανανεώνονται συνεχώς, με ολοένα και περισσότερους νέους να επιθυμούν να γνωρίσουν το θρυλικό πια bar, ακολουθώντας πάντα κάποιους άγραφους κανόνες, όπως αρμόζει άλλωστε και στον ίδιο τον χώρο και την ιστορία του.