Τη μαμά μου μαζί μου –για να είμαι ακριβής. Και να σκεφτεί κανείς, ότι δεν εργαζόταν, ώστε να λείπει πολλές ώρες από το σπίτι. Κι όμως, τις ώρες που ήταν εκεί, δεν ήταν ακριβώς μαζί μου. Ήταν στη βεράντα και σφουγγάριζε ή άπλωνε ρούχα. Ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε. Ήταν στο σαλόνι και σιδέρωνε. Ναι, θυμάμαι να μου στεγνώνει τα μαλλιά μετά το μπάνιο και να με σκεπάζει κάθε βράδυ, αλλά δεν θυμάμαι να παίζει μαζί μου με τις Barbie. Ούτε να μου διαβάζει παραμύθια. Ούτε να με πηγαίνει στις κούνιες.
Πού είναι το κακό, θα αναρωτηθεί κανείς. Ότι τελικά δεν θυμάμαι το πρόσωπό της. Δεν θυμάμαι τις εκφράσεις της (να γελάει μαζί μου, να συγκινείται μαζί μου, ακόμα και να θυμώνει μαζί μου). Με λίγα λόγια, από τα πολύ παιδικά μου χρόνια δεν θυμάμαι ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ, αλλά μία καταπληκτική νοικοκυρά, μία συνεπή τροφό και μία τρυφερή προστάτιδα. Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρόνια για να γίνει και η πιο πιστή μου φίλη.
Ίσως είναι οι τύψεις μου που λόγω δουλειάς λείπω από το σπίτι τις περισσότερες ώρες της ημέρας που με κάνουν να σκέφτομαι έτσι, όμως εγώ δεν θέλω να είμαι μια μαμά που δεν θα θυμούνται τα παιδιά μου. Και είναι σίγουρα αυτός ο λόγος που επιστρέφοντας από τη δουλειά καθημερινά πέφτω με τα «μούτρα» σε αυτά –ενώ προ παιδιών θα έπεφτα με τα μούτρα στον καναπέ ή απλά θα πήγαινα για καφέ με κάποια φίλη.
Όχι, δεν καυχιέμαι καθόλου (πώς θα μπορούσα, όταν άλλες μαμάδες θυσιάζουν την καριέρα τους και κάποια οικονομική άνεση για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους). Καθώς, όμως, τα παιδιά μου θα θυμούνται σίγουρα μια μαμά που επέλεξε και να δουλεύει (έχοντας την τύχη να τα αφήνει στη γιαγιά), επειδή θα θυμούνται σίγουρα μια μαμά που συχνά γύριζε στο σπίτι εξαντλημένη και με νεύρα, και δεδομένου ότι δυστυχώς σπάνια θα θυμούνται τη μαμά τους να μαγειρεύει ένα φαγητό της προκοπής, νιώθω ότι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να χρωματίσω λίγο τις «γκρίζες» αναμνήσεις τους, είναι αυτό:
Να γελάω. Δυνατά και με την καρδιά μου. Και κυρίως να γελάω μαζί τους, με τα αστεία τους, τις γκάφες μου, με όλα αυτά που για τα παιδιά μου έχουν σημασία.
Να τους διαβάζω. Το κάνω από τότε που η μεγάλη μου κόρη ήταν ενός έτους και έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να το συνεχίσω μέχρι να με βαρεθούν. Πρόκειται για μια από τις καλύτερες ώρες της ημέρας μας, γιατί -επιτέλους- κάθομαι (επιδιώκω δε να ξαπλώνω) και τους μιλώ με τα πιο όμορφα λόγια για τις πιο σημαντικές αξίες της ζωής.
Να βλέπω μαζί τους παιδικά. Το κάνω, μάλιστα, ακόμα πιο σθεναρά από τότε που η κόρη μου μου είπε ότι το να βλέπουμε μαζί παιδικά είναι μία από τις αγαπημένες της «δραστηριότητες».
Να τους λέω και να μου λένε. Να τις ρωτάω και να με ρωτούν. Να μαθαίνω για εκείνες και να μαθαίνουν για εμένα. Νομίζω ότι είναι ο μόνος τρόπος να καθιερώσω μια μορφή επικοινωνίας που θα συνεχιστεί και όταν θα μεγαλώσουν –όταν, δηλαδή, θα επιβάλλεται να ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει στη ζωή τους.
Να τις αγκαλιάζω και να τις φιλάω. Σε βαθμό που νομίζω ότι έχουν μπουχτίσει. Σε βαθμό που ανησυχώ ότι εγώ τελικά φταίω αν κολλάνε ιώσεις μεταξύ τους.
Να φροντίζω τον εαυτό μου. Να κάνω γυμναστική, να τρώω υγιεινά, να ντύνομαι ωραία… Είναι σημαντικό το παιδί σου να σε καμαρώνει και να νιώθει περήφανο για τη μαμά του, τόσο για το «μέσα» όσο και το «έξω» της, γιατί έτσι θα μάθει να αγαπά και τον εαυτό του.
Να ζητάω συγγνώμη. Γιατί θα υπάρξουν στιγμές που θα πω κάτι που δεν έπρεπε, που θα θυμώσω παραπάνω από όσο χρειαζόταν, που θα πετάξω μία ζωγραφιά χωρίς να σκεφτώ πόσο σημαντική ήταν. Τουλάχιστον, πρέπει να ξέρουν ότι δεν ήθελα ποτέ να τις πληγώσω και ότι, αν μη τι άλλο, οφείλω να αναγνωρίζω τα λάθη μου –όπως όλοι μας.
Να παίζω μαζί τους. Δεν έχω πάντα ούτε το κουράγιο ούτε τη διάθεση. Συνήθως βοηθά το να βάζω εκείνες τις ώρες μουσική. Πάντως έχω παρατηρήσει πως κάθε φορά που παίζω μαζί τους για ώρα, κοιμούνται καλύτερα το βράδυ (σοβαρά!).
Να αγαπώ τον μπαμπά τους. Και να το δείχνω. Γιατί ξέρω ότι η ασφάλεια που νιώθουν όταν μας βλέπουν αγαπημένους δεν συγκρίνεται με τίποτα.
Να είμαι εκεί στις σημαντικές στιγμές. Ούτε αυτό είναι πάντα εύκολο, κυρίως λόγω δουλειάς. Αλλά πασχίζω να μη χάνω ποτέ εκείνο το βλέμμα που σε αναζητά ανάμεσα σε τόσους άλλους γονείς και όταν σε βλέπει χαμογελά με ανακούφιση (ενώ εσύ πασχίζεις να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου…).
Να τις ταξιδεύω. Με το σώμα και με το μυαλό. Ο βασικότερος λόγος που θα ήθελα να είχαμε περισσότερα χρήματα είναι για να τις ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο. Οι αναμνήσεις που έχουν τα παιδιά από τα οικογενειακά ταξίδια είναι πιο έντονες από κάθε άλλη. Προς το παρόν, φροντίζω να τις ταξιδεύω νοητά, όχι μόνο στον κόσμο αλλά και στο παρελθόν, μιλώντας τους για τα παιδικά χρόνια της μαμάς και του μπαμπά.
Να είμαι αδύναμη. Γιατί μπορεί στα μάτια τους η μαμά να φαντάζει υπερήρωας, όμως είναι και άνθρωπος. Και κάποιες φορές αρρωσταίνει και έχει ανάγκη από ύπνο, κάποιες φορές είναι λυπημένη και έχει ανάγκη να κλάψει, κάποιες φορές φοβάται τις κατσαρίδες (αλλά δίνει αγώνα να μην το δείξει) και κάποιες φορές δεν έχει ιδέα από Μυθολογία και πρέπει να το googl-άρει. Το ζητούμενο είναι να μην εγκαταλείπεις.
Να τις λατρεύω, να τις φροντίζω και να τις προστατεύω με τέτοιο τρόπο που να νιώθουν τόσο ασφαλείς και «γεμάτες», ώστε όταν θα έρθει η στιγμή να φύγουν από κοντά μου, να μη ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους. Και να επιστρέφουν πάντα επειδή θα το θέλουν και όχι επειδή θα τις οδηγούν οι ανασφάλειες ή οι ενοχές. Επειδή θα ξέρουν ότι με τη μαμά θα περνούν πάντα καλά. (Παναγίτσα μου, πόσο δύσκολο μου φαίνεται αυτό…)