– Παιδί μου, λέει ο γέρος. Τι είναι αυτό που πας να κάνεις; Τρελάθηκες;
– Τι θες ρε γέρο; Παράτα μας.
– Παιδί μου, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ο Αϊ-Βασίλης. Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω!
– Ασε με, ρε Αϊ-Βασίλη! Είχα λεφτά, είχα αμάξια, γκόμενες! Τώρα δεν έχω τίποτα.
– Και γι αυτό ανησυχείς; του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, στις 10 το βράδυ, κάτω από αυτή τη γέφυρα θα σε περιμένει μια κόκκινη Ρολς-Ρόυς, όλη δική σου.
Χαρά ο επιχειρηματίας:
– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, να σε φιλήσω!
Ματς – μουτς, ξαναμελαγχολεί.
– Τι είναι τώρα; ρωτάει ο Αϊ – Βασίλης.
– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, είχα αμάξι, αλλά είχα και γκόμενες! Πέντε πέντε τις έβγαζα.
– Γι αυτό ανησυχείς; Αύριο, μέσα στη Ρολς-Ρόυς θα είναι και έξι γκόμενες, όλες δικές σου.
Τρελαίνετε ο επιχειρηματίας, αγκαλιές, φιλιά κλπ. μα ξαναμελαγχολεί.
– Τι έπαθες πάλι; ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης.
– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου. Είχα αμάξι, είχα γκόμενες, αλλά είχα και λεφτά. Τα πετούσα στο δρόμο, τα έδινα δεξιά κι αριστερά. Τώρα είμαι άφραγκος!
– Μην κάνεις έτσι, του λέει ο Αϊ-Βασίλης. Αύριο, μέσα στο αμάξι, η πιο ξανθιά από τις έξι γκόμενες θα κρατάει μια βαλίτσα με 90 τρις, όλα δικά σου!
Πετάει ο επιχειρηματίας!
– Αχ, Αϊ-Βασίλη μου, πώς θα στο ξεπληρώσω!
– Να μου πάρεις μια π*πα.
Κόκαλο ο επιχειρηματίας.
– Εντάξει, Αϊ-Βασίλη μου, τόσα έκανες για μένα. Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Φεύγουν μαζί, πηγαίνουν σε ένα μοτέλ, νοικιάζουν ένα δωμάτιο, μπαίνουν μέσα, τα κατεβάζει ο Αϊ-Βασίλης, ξεκινάει τη δουλειά του ο επιχειρηματίας.
Ενώ γίνεται ότι γίνεται, ρωτάει ο Αϊ-Βασίλης:
– Πώς σε λένε νεαρέ μου;
– Αλέξη, απαντάει εκείνος και συνεχίζει.
– Και τι δουλειά είπαμε ότι κάνεις Αλέξη;
– Επιχειρηματίας, και συνεχίζει.
Μετά από μια παύση, ρωτάει ξανά ο Αϊ-Βασίλης:
– Πόσο χρονών είσαι Αλέξη;
– Τριάντα πέντε.
– Καλά, ρε Αλέξη! Είσαι τριάντα πέντε χρονών και ακόμα πιστεύεις ότι υπάρχει Αϊ-Βασίλης;