“Σ’αγαπώ περισσότερο, μαμά.” Τραβιέται προς τα πίσω και χαμογελά και κάθε θυμός μέσα μου λιώνει. Κινείται νευρικά, δεν μπορεί να μείνει ακίνητος. Γυρνά το πρόσωπο μπροστά και παριστάνει ότι τον ενδιαφέρει η μουσική που ακούγεται από την σκηνή. Ψιθυρίζω ήσυχα στο αυτί του “σσσςςς”.»
«Αρπάζει το χέρι μου και μπλέκει τα δάχτυλα του με τα δικά μου, μετρώντας την διαφορά ανάμεσα στο χεράκι του και το δικό μου και ακουμπά το κεφάλι του στο στήθος μου.
Το κεφάλι του μυρίζει όπως εκείνος, μια ελαφριά μυρωδιά σαμπουάν ανακατεμένου με τον ιδρώτα ενός μικρού αγοριού που έτρεχε γύρω γύρω. Κλείνω τα μάτια μου και το εισπνέω, γιατί ξέρω ότι αυτός ο χρόνος είναι δανεικός, ο χρόνος που μου μένει με τον γιο μου έτσι.
Το ξέρω, γιατί, πριν από αυτόν, οι άλλοι κάθονταν εδώ με τα χέρια τους τυλιγμένα γύρω μου καθώς εισέπνεα την μυρωδιά της γρήγορης νιότης. Το ξέρω, γιατί στην σκηνή μπροστά μας ήταν ο πρώτος που έκατσε σε αυτά τα πόδια. Σήμερα είναι πιο ψηλός από μένα. Φαίνεται σαν πριν λίγο να ήταν η σειρά του. Πού πήγε αυτός ο χρόνος;»
«Ήταν μόλις εδώ. Ήταν μόλις εδώ. Ήταν μόλις εδώ, περνούσε τα δάχτυλα του στα δικά μου και τώρα είναι εκεί, στο μέσο της εφηβείας, προσπαθώντας να βρει τον χώρο του στον κόσμο. Είναι αυτό το άτομο πλέον, μοναδικό και διαφορετικό, με τις προτιμήσεις και τις αντιπάθειες του, τα πράγματα που τον παθιάζουν.
Είναι κάποιος εντελώς ξεχωριστός από μένα πλέον και ελπίζω κάθε μέρα ότι του έχω δώσει τα εργαλεία να εξερευνήσει αυτόν τον νέο κόσμο. Ελπίζω να μπορεί να αγαπά τον εαυτό του, να μπορεί να σπρώξει τον εαυτό του, να εμπιστεύεται τον εαυτό του και να γελά με τον εαυτό του. Νομίζω ότι μπορεί. Ελπίζω να ξέρει ότι θα είμαι ένα μαλακό κομμάτι προσγείωσης για όσο το χρειάζεται.
Ο χρόνος που μας δίνεται μαζί τους δεν είναι ποτέ αρκετός. Οι μέρες κρατάνε για πάντα, αλλά τα χρόνια πετάνε. Κλείνεις τα μάτια και ξαφνικά το μικρό, ιδρωμένο αγόρι στα πόδια σου είναι σε μια σκηνή και αναρωτιέσαι πώς γίνεται.»
«Όταν αυτός ο μικρός είναι στην σκηνή μια μέρα, κάνοντας αυτό που αγαπά όταν βρίσκεται εκεί, τα πόδια μου θα είναι άδεια. Θα είμαι στο πλήθος χωρίς κανέναν να προσέχω, χωρίς κανέναν να του ψιθυρίζω “σσσςςς”. Θα παρακολουθώ, θα συγκρατώ τα δάκρυα περηφάνιας, θα απολαμβάνω αυτή την γλυκόπικρη στιγμή, ευχόμενη να σταματούσε για λίγο ο χρόνος.
Δεν θα υπάρχει κανείς να ανεβαίνει στα πόδια μου πια, να τυλίγει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου, να ακολουθεί τις φλέβες στο πίσω μέρος του χεριού μου με τα μικρά του δάχτυλα. Ξέρω ότι ο χώρος ανάμεσα στο τότε και το τώρα είναι πιο μικρός από ότι φαίνεται. Ξέρω ότι θα έρθει πολύ σύντομα.
Τα παιδιά μας δεν είναι δικά μας, όχι πραγματικά. Είναι κύριοι του εαυτού τους που απλά τυχαίνει να τα έχουμε στην φροντίδα μας για λίγο. Συχνά λέω ότι δεν συλλέγω παιδιά, αλλά είμαι εδώ για να τα μεγαλώνω και μετά να τα ελευθερώνω.
Αυτό για το οποίο κανείς δεν προειδοποιεί τις νέες μητέρες είναι ότι κάθε μέρα που το παιδί μεγαλώνει, απομακρύνεται λίγο. Γίνεται και λίγο πιο ανεξάρτητο. Μας χρειάζεται όλο και λιγότερο κάθε μέρα.»
«Αυτό είναι το νόημα της μητρότητας. Αν έχουμε κάνει την δουλειά μας, θα μας χρειάζονται λιγότερο. Όσο κι αν προσπαθούμε για να δούμε αυτό το μεγάλωμα, έχει το τίμημα του. Για κάθε βήμα μακριά μας, υπάρχει κι ένα που αρνούμαστε να το κάνουμε για να τα ακολουθήσουμε.
Για κάθε κομμάτι ανεξαρτησίας που μαθαίνουν, πρέπει να τα αφήνουμε και λίγο περισσότερο. Η μητρότητα, κάθε κομμάτι της, είναι γλυκόπικρο. Κάθισα, λοιπόν, με το αγοράκι μου στα πόδια και αποτύπωσα αυτή την στιγμή στην μνήμη μου. Την παράχωσα. Πρέπει να ρουφάς αυτές τις στιγμές όταν έρχονται. Πρέπει να εισπνέεις τα ιδρωμένα κεφαλάκια όσο μπορείς, γιατί μια μέρα, όχι μακριά από τώρα, θα μεγαλώσουν και δεν θα είναι εκεί. Αυτό το μικρό αγόρι, δεν είναι δικό μου. Απλά το κρατάω για λίγο και αυτό σκοπεύω να κάνω.»