Έμαθαν μια ζωή να στέκονται αγέρωχοι και καμαρωτοί σαν τα ψηλά κυπαρίσσια. Μα δυστυχώς συμβαίνουν αρκετές φορές άσχημα πράγματα, πίκρες και στενοχώριες που τους κατακλύζουν.
Για μια στιγμή τσακίζονται τα όνειρά τους. Άλλοτε πάλι τα χτυπήματα της μοίρας εμφανίζονται μαζεμένα. Τότε καλούνται οι δυνατοί άνθρωποι να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και εκείνους που αγαπούν. Οι στυλοβάτες της ζωής αισθάνονται ανήμποροι να ανταπεξέλθουν στις κακοτοπιές.
Ένας κόμπος τους πνίγει το λαιμό, τα πόδια τους τρέμουν. Τόσο καιρό έστεκαν σαν ακλόνητοι βράχοι, ατσάλινες ασπίδες για να σώσουν όσους είχαν υπό την προστασία τους. Βάζοντας μπροστά τον μπέτη* τους, ταυτόχρονα ούρλιαζε η ψυχή από πόνο. Αισθάνονταν ταυρομάχοι στην αρένα της δικής τους ζωής.
Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου...
Για μια στιγμή τσακίζονται τα όνειρά τους. Άλλοτε πάλι τα χτυπήματα της μοίρας εμφανίζονται μαζεμένα. Τότε καλούνται οι δυνατοί άνθρωποι να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και εκείνους που αγαπούν. Οι στυλοβάτες της ζωής αισθάνονται ανήμποροι να ανταπεξέλθουν στις κακοτοπιές.
Ένας κόμπος τους πνίγει το λαιμό, τα πόδια τους τρέμουν. Τόσο καιρό έστεκαν σαν ακλόνητοι βράχοι, ατσάλινες ασπίδες για να σώσουν όσους είχαν υπό την προστασία τους. Βάζοντας μπροστά τον μπέτη* τους, ταυτόχρονα ούρλιαζε η ψυχή από πόνο. Αισθάνονταν ταυρομάχοι στην αρένα της δικής τους ζωής.
Μα κάποτε κι εκείνοι λυγίζουν. Άνθρωποι είναι, γεμάτοι συναισθήματα, πόνο στην καρδιά. Έκλαψαν, ζήτησαν βοήθεια, παρακάλεσαν το δικό τους Θεό. Έπεσαν, σηκώθηκαν λαβωμένοι μα όχι νικημένοι. Αναρωτήθηκαν: Μα γιατί;
Είναι όμορφη η ριμάδα η ζωή, μη τα παρατήσουν έτσι, μην εγκαταλείψουν τη μάχη κι ας μην αντέχει πια η ψυχή. Αναθεώρησαν, δε γύρισαν το μάγουλό τους κι από την άλλη πλευρά.
Οι δυνατοί άνθρωποι κάποτε λυγίζουν μα δεν τα παρατάνε. Δε το βάζουν κάτω γιατί έτσι έχουν μάθει, να είναι μαχητές. Μια απέραντη θέληση για ζωή που κρύβουν μέσα τους τους κρατάει ζωντανούς ταυρομάχους της. Μια φωτιά κατακόκκινη που σιγοκαίει είναι το χρώμα τους. Αυτό αποτελεί και το μυστικό τους.