Συνήθως δυο τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Όμως, πηγαίναμε για ψώνια στο κέντρο της Αθήνας. Στο κλασικό Χριστουγεννιάτικο spot της πόλης, στο καταστόλιστο Μινιόν.
Θυμάμαι η μητέρα μου μας προλόγιζε την έξοδο αυτή λέγοντας, «κοιμηθείτε νωρίς. Αύριο στις εννέα θα πάμε στην Αθήνα». Μπαίναμε με την αδελφή μου κάτω από τα παπλώματα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Από τον ενθουσιασμό ο ύπνος μας έπαιρνε μετά τα μεσάνυχτα.Μέχρι να κοιμηθούμε τιτιβίζαμε ασταμάτητα. Τι θα ψωνίσουμε, τι θα φάμε στο ρεστοράν του τελευταίου ορόφου, ποιον φουσκωτό Άι Βασίλη θα διαλέγαμε – κάθε Χριστούγεννα αγόραζα Άι Βασίλη φουσκωτό, ο οποίος δεν προλάβαινε ποτέ να φτάσει στο σπίτι σώος, τον είχα τρυπήσει στην διαδρομή.
Η πολυπόθητη μέρα ξημέρωσε. Η μαμά ήταν ήδη έτοιμη όταν εμείς ξυπνήσαμε. Ταγιεράκι, γόβες και το παλτό έτοιμο ριγμένο στον καναπέ. Τότε, και ειδικά τις γιορτινές μέρες, οι κύριες ντύνονταν με τα καλά τους. Εμείς, φορέσαμε τα κοτλέ μας, κλασικά Levis παντελόνια, πουλόβερ και μπουφάν. Ούτε σκέψη για φόρμες, φούτερ και προχειρότητες. «Μη σας δω με τζιν, είναι γιορτές. Θα συναντήσουμε γνωστούς στην Αθήνα. Μη με κάνετε ρεζίλι» μας είχε πει η μάνα μας.
Πήραμε το λεωφορείο, πάντα πηγαίναμε με το λεωφορείο και γυρνάγαμε με ταξί, διότι όχι μόνο είχαμε τα ψώνια αλλά ήμασταν και κουρασμένες μετά από ώρες περπατήματος μέσα στην πολυκοσμία. Στην Αθήνα, τότε, ειδικά τις μέρες των εορτών, επικρατούσε το αδιαχώρητο. Μια Αθήνα που οι τωρινές γενιές δεν θα γνωρίσουν.
Το Μινιόν λαμποκοπούσε από μακριά. Χιλιάδες λαμπάκια λαμπύριζαν, αστέρια μικρά και μεγάλα κρεμασμένα στόλιζαν το εξωτερικό του κτιρίου. Για την εποχή εκείνη ήταν μοναδικό. Ένα πολυκατάστημα πρωτοποριακό, κλασσάτο, που ακόμα και σήμερα θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τις πολυεθνικές αλυσίδες. Κόσμος έμπαινε, έβγαινε, στέκονταν έξω από την είσοδο περιμένοντας κάποιους άλλους, σημείο συνάντησης μικρών και μεγάλων.
Μπήκαμε και ανεβήκαμε σε όλους τους ορόφους με τις κυλιόμενες σκάλες – σπάνιο πράγμα τότε οι κυλιόμενες. Τις είχαμε για παιχνίδι. Τόσο πολύ μας εντυπωσίαζαν. Όλοι οι όροφοι ήταν στολισμένοι με υψηλή αισθητική. Τότε δεν είχε κατακλυστεί η αγορά από κινέζικα και τα στολίδια ήταν ποιοτικά και πολύ επιτηδευμένα. Ξύλινα αλογάκια, κρυστάλινα κουδουνάκια, μπάλες που άμα τις άγγιζες γίνονταν θρύψαλα. Από τα ηχεία άκουγες Χριστουγεννιάτικους ύμνους, παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια όπως το «Αγία Νύχτα σε προσμένουν με χαρά οι Χριστιανοί…»
Τα ράφια ήταν τόσο τακτοποιημένα, παρόλο τον κόσμο, που έλεγες ότι με έναν μαγικό τρόπο τα ρούχα έμπαιναν στην σειρά τους από μόνα τους. Υπήρχαν πωλήτριες και πωλητές παντού. Εξυπηρετικοί, φιλικοί με χαμόγελο βοηθούσαν ακόμα και τον πιο δύστροπο πελάτη. Είχαν τόσο υπομονή με όλα και όλους, που τώρα που το σκέπτομαι αδυνατώ να κατανοήσω πως το έκαναν.
Αγοράσαμε ρούχα «καλά» έτσι χαρακτηρίζαμε τότε τα ρούχα των Χριστουγέννων, με αυτά θα πηγαίναμε εκκλησία. Η μητέρα μας πάνω στις γόβες της ακούραστη, χαμογελαστή προσπαθούσε να μας ευχαριστήσει. Θέλαμε γρήγορα γρήγορα να τελειώσουμε τα ψώνια για να πάμε στον όροφο που ήταν ο αληθινός Άι Βασίλης. Θα βγάζαμε φωτογραφίες μαζί του. Ακόμα τις έχω. Στις κυλιόμενες, το αδιαχώρητο. Παιδιά, άπειρα παιδιά κατευθύνονταν προς τον Άι Βασίλη. Όταν καταφέραμε να φτάσουμε, η ουρά ατελείωτη. Για μια φωτογραφία. Περιμέναμε πάνω από μια ώρα για να μας πάρει αγκαλιά και να φωτογραφηθούμε. Το ξέραμε όμως, κάθε χρόνο η ίδια αγαπημένη περιπέτεια.
Αποκαμωμένες από την κούραση ανεβήκαμε στο ρεστοράν. Φάγαμε, ήπιαμε αναψυκτικά, ανακατέψαμε λίγο τις χαρτοσακούλες με τα ψώνια για να θαυμάσουμε τις επιλογές μας. Βέβαια θα προτιμούσα να είχα πάρει ένα ζευγάρι καινούργια δερμάτινα αθλητικά παρά μπαλαρίνες για να φοράω στην εκκλησία και στις γιορτές, αλλά το consept δεν ήταν τα ψώνια αλλά η βόλτα στο Μινιόν. Αυτό με ξετρέλαινε. Αυτό το μοναδικό πολυκατάστημα, ήταν τότε εκατό χρόνια μπροστά. Μας θάμπωνε, έσπαγε την μονοτονία των μικρών μαγαζιών, ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Η αίγλη του και το παράστημά του με τους πολλούς ορόφους, τώρα που έχω επισκεφτεί πολλά πολυκαταστήματα εδώ και στο εξωτερικό, εξακολουθεί να έχει κυρίαρχη θέση στο μυαλό μου. Για την δίκη του εποχή θα μπορούσα να το παρομοιάσω σαν ένα μικρότερο Harrods.
Πολλοί δάκρυσαν όταν άκουσαν τα νέα. «Εμπρησμός. Το Μινιόν κάηκε «. Έτσι τελείωσε μια εποχή. Με την ολοσχερή καταστροφή του. Όμως, μέσα στις καρδιές όλων εμάς που ξέρουμε, που ανεβοκατεβήκαμε τις κυλιόμενες σκάλες του, έχει γράψει μέσα μας μια για πάντα. Μινιόν σήμαινε Χριστούγεννα.