Φαινόταν λες και είχε πέσει βόμβα στο σπίτι του. Το μέρος ήταν ένα ολοκληρωτικό χάος. Τα παιδιά φορούσαν πιτζάμες και παίζανε στον κήπο με το γρασίδι και τη λάσπη. Δίπλα στον κάδο υπήρχαν άδεια κουτιά από χυμούς και συσκευασίες από μπέργκερ. Οι πόρτες από το δεύτερό αμάξι της οικογένειας ήταν ορθάνοιχτες στο γκαράζ. Ο σκύλος της οικογένειας δεν φαινόταν πουθενά.
Ο σύζυγος πέρασε προσεκτικά μέσα από το χάος και μπήκε μέσα στο σπίτι. Το σαλόνι φαινόταν σαν πεδίο μάχης. Το περσικό χαλί που υπήρχε δίπλα στην είσοδο, ήταν κολλημένο στον τοίχο. Η τηλεόραση ήταν στο τέρμα. Δεν υπήρχε κανένα καθαρό σημείο στο πάτωμα. Παιχνίδια, σκισμένα βιβλία ζωγραφικής, χαρτάκια υπήρχαν διασκορπισμένα στο πάτωμα. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή!
Μια ματιά στη κουζίνα και η καταστροφή συνεχιζόταν: Ο νεροχύτης ήταν γεμάτος με βρώμικα πιάτα. Τα αποφάγια από το πρωινό ακόμα υπήρχαν πάνω στο τραπέζι. Η πόρτα του ψυγείου ήταν ανοιχτή. Η αγαπημένη του κούπα του καφέ είχε σπάσει και στο πάτωμα υπήρχε άμμος.
Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες, ανάμεσα στα πεταμένα παιχνίδια και ρούχα. «Η γυναίκα μου πρέπει να είναι κάπου εδώ,» σκέφτηκε απελπισμένα. «Και αν της συνέβη κάτι σοβαρό; Κάτι δε πάει καλά!»
Η μοκέτα του χολ ήταν βρεγμένη και η τουαλέτα είχε βουλώσει με χαρτί και υπερχείλιζε. Στο πάτωμα υπήρχαν πεταμένες πετσέτες. Ο καθρέφτης ήταν γεμάτος με οδοντόκρεμα και αφρό ξυρίσματος.
Τον έπιασε πανικός και με άγχος μπήκε στη κρεβατοκάμαρα. Με ανακούφιση είδε τη γυναίκα του να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, φορώντας ακόμα τις πιτζάμες της, και χαμογελούσε ενώ διάβαζε ένα βιβλίο. Τον κοίταξε, χαμογέλασε ακόμα περισσότερο και τον ρώτησε «Γεια σου αγάπη μου, πως ήταν η μέρα σου;» Δεν πίστευε στα αυτιά του και μετά βίας μπορούσε να της απαντήσει, «Τι συνέβη εδώ;»
Χαμογέλασε και ατάραχη του απάντησε, «Ξέρεις όταν έρχεσαι σπίτι και πάντα με ρωτάς τι έκανα όλη μέρα;» Εκείνος μετά βίας μπόρεσε να μουρμουρήσει ένα ένοχο «Ναι…»
“Ε λοιπόν αγάπη μου, δε το έκανα σήμερα. Το παρατήρησες;”