Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χιούστον και του Ινστιτούτου Μεταφορών του Πανεπιστημίου Α & Μ του Τέξας, με επικεφαλής τον ελληνικής καταγωγής καθηγητή Ιωάννη Παυλίδη, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Scientific Reports”. Η έρευνα έγινε με συνεργασία και μερική χρηματοδότηση της αυτοκινητοβιομηχανίας Τογιότα.
Οι επιστήμονες πειραματίσθηκαν με 59 εθελοντές, από τους οποίους ζήτησαν να οδηγήσουν τέσσερις φορές την ίδια διαδρομή σε αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας. Κάθε φορά οδήγησαν υπό διαφορετικές συνθήκες: εστιασμένοι στην οδήγηση, αφηρημένοι για συναισθηματικούς λόγους, αφηρημένοι γενικώς αλλά χωρίς συναισθηματική φόρτιση και, τέλος, αφηρημένοι λόγω ενασχόλησης με την αποστολή μηνύματος από το κινητό τους.
Όπως διαπιστώθηκε (με τα κατάλληλα συστήματα καταγραφής στο αυτοκίνητο) και στις τρεις περιπτώσεις -εκτός από την προσεκτική οδήγηση- ο χειρισμός του τιμονιού από τους οδηγούς έγινε πιο νευρικός σε σχέση με τον συνήθη, όταν κάνεις δεν προσέχει την ώρα που οδηγεί.
Όμως το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτό είχε ως επίπτωση το αυτοκίνητο να παρεκκλίνει από την πορεία του και να αλλάζει λωρίδα κυκλοφορίας, μόνο στην περίπτωση της αφηρημάδας, λόγω κινητού. Στις περιπτώσεις γενικής ή συναισθηματικής αφηρημάδας, το πιο νευρικό οδήγημα είχε ως αποτέλεσμα το όχημα να κινείται πιο ευθεία τελικά, από ό,τι ένας προσεκτικός οδηγός!
Πού όμως μπορεί να οφείλεται αυτό; Σύμφωνα με τον Παυλίδη, «μια πιθανή εξήγηση γι’ αυτό το παράδοξο είναι η λειτουργία μιας περιοχής του εγκεφάλου, τoυ φλοιού της πρόσθιας μοίρας της έλικας του προσαγωγίου (ΑCC). Αυτή η περιοχή επεμβαίνει αυτόματα ως διορθωτής λαθών, όταν υπάρχει σύγκρουση, όπως σε αυτή την περίπτωση ανάμεσα σε γνωστικά, συναισθηματικά και αισθητικοκινητικά στρεσογόνα ερεθίσματα. Αυτό αυξάνει το επίπεδο του φυσιολογικού στρες, διοχετεύοντας ενέργεια στα χέρια του οδηγού, με συνέπεια να ελέγχει τη νευρικότητα του τιμονιού».
Στην πράξη, κατά τον Παυλίδη, ο εγκέφαλος αντισταθμίζει μια π.χ. νευρική κίνηση του οδηγού προς τα αριστερά (λόγω της αφηρημάδας) με μια ενστικτώδη αντίστοιχη κίνηση προς τα δεξιά – και το αντίστροφο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να αλληλοεξουδετερώνονται οι παρεκκλίσεις προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά και ο οδηγός – παρά την αφηρημάδα του- να κινείται ευθεία, πιο ευθεία μάλιστα και από το αν οδηγούσε συνειδητά και προσεκτικά. Με άλλα λόγια, ένα είδος «έκτης αίσθησης» τον προστατεύει και τον καθοδηγεί.
Για να λειτουργήσει όμως αυτό το «μαγικό», πρέπει ο εγκέφαλος να δέχεται συνεχή ερεθίσματα από τα μάτια του οδηγού. Αν ο τελευταίος κάθε λίγο και λιγάκι αποσπά την ματιά του από τον δρόμο, επειδή ασχολείται με το κινητό του, τότε μάλλον θα κάνει στραβοτιμονιά και μπορεί να πέσει θύμα τροχαίου.
«Μπορεί το μυαλό του οδηγού να περιπλανιέται και τα συναισθήματά του να ‘βράζουν’, όμως μια έκτη αίσθηση τον κρατά ασφαλή, τουλάχιστον όσον αφορά την ευθύγραμμη πορεία του. Αυτό που κάνει επικίνδυνη την ανταλλαγή μηνυμάτων στο κινητό, είναι ότι μπλοκάρει αυτή την έκτη αίσθηση. Τα αυτόνομα οχήματα μπορεί να υπερκεράσουν αυτό και άλλα προβλήματα, όμως το δίδαγμα είναι ότι οι άνθρωποι έχουν το δικό τους αυτόνομο σύστημα που κάνει θαύματα, εωσότου αυτό χαλάσει», όπως είπε ο Παυλίδης, διευκρινίζοντας πάντως ότι η αφηρημάδα πρέπει να είναι μέτρια, για να παραμείνει ο οδηγός σχετικά ασφαλής.
Ο Έλληνας ερευνητής, μαζί με τους συνεργάτες του, ήδη αναπτύσσει ένα σύστημα (stressalyzer) που θα παρακολουθεί τόσο τη συμπεριφορά τού οδηγού όσο και την κίνηση του οχήματος. Το σύστημα θα λειτουργεί αφενός ως «μαύρο κουτί» σε περίπτωση τροχαίου και αφετέρου ως μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης του οδηγού για να μην κάνει το μοιραίο λάθος.
Ο Ιωάννης Παυλίδης αποφοίτησε το 1987 από το Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Έκανε μεταπτυχιακά στη ρομποτική και στους αυτοματισμούς στο Imperial College του Λονδίνου, ενώ πήρε το διδακτορικό του στην επιστήμη των υπολογιστών από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα των ΗΠΑ.
Σήμερα είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χιούστον στο Τέξας, όπου διευθύνει το Εργαστήριο Υπολογιστικής Φυσιολογίας, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος το 2002. Η έρευνά του εστιάζει τη φυσιολογική βάση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και στην αλληλεπίδραση ανθρώπων-υπολογιστών.