–Την αλήθεια; Ποτέ. Ποτέ δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ό,τι κι αν έχεις επιτύχει. Πάντα κάτι θα λείπει από το παζλ της επιτυχίας. Λίγο η επαγγελματική αποκατάσταση, λίγο το κυνήγι της πιο άνετης ζωής κι έτσι μπορείς να το αναβάλλεις για πάντα. Η πατρότητα είναι κάτι που απλά έρχεται και σε βρίσκει. Μέχρι και την τελευταία στιγμή, όμως, ακόμα κι αν το αποζητάς, αισθάνεσαι απροετοίμαστος.
Αυτά ήταν τα λόγια του κυρ Σταμάτη, ενός μεσήλικα που ερχόταν καθημερινά στο μαγαζί που δούλευα και έπινε τον πρωινό καφέ του.
Τα κράτησα και τα σκεφτόμουν λίγο πριν την ανακοίνωση του θετικού τεστ εγκυμοσύνης. Τα πόδια έτρεμαν και στο μυαλό επικρατούσε χάος. Κάπως έτσι γεννήθηκαν δύο επιλογές: Ή να το βάλω στα πόδια ή να αναλάβω τις ευθύνες μου και να σηκώσω το βαρύ τίτλο που φέρει η έννοια της λέξης «πατέρας».
Η πρώτη επιλογή απορρίφθηκε αμέσως. Δε γίνεται να λες πως θέλεις τον άνθρωπό σου κι όταν έρθει η στιγμή που πρέπει να το αποδείξεις εσύ να λακίζεις.
Έτσι, μετά το πρώτο σοκ των ευθυνών, ξεκίνησα να σκέφτομαι θετικά και να αναρωτιέμαι για όλα αυτά που σε κάθε νέο γονιό περνούν από το μυαλό. Τι όνομα θα του δώσουμε, αν θα είμαστε σωστοί γονείς και φυσικά το φύλο του παιδιού.
Οι περισσότεροι άντρες θέλουν αγόρι. Να του πάρουν πατίνι, να το πάνε γήπεδο, να του δώσουν συμβουλές για γκόμενες, κι αργότερα να τον καμαρώσουν φαντάρο.
Πιστεύουν πως μπορούν να χειριστούν την κατάσταση καλύτερα και να είναι πιο κοντά στο παιδί, εφόσον, θα είναι του ιδίου φύλου. Πάνω κάτω θα ξέρουν τι ζητάει και όσο μεγαλώνει δε θα ανησυχούν για τη σεξουαλική του ζωή.
Όπως και να έχει, εγώ κορίτσι θέλω. Πάντα ήθελα, ακόμα κι όταν με ρωτούσαν για πλάκα. Τώρα όμως φταίει και η αδυναμία που έχω στη μάνα της. Δε γίνεται ο άντρας να αγαπήσει το παιδί του, αν δεν αγαπάει πρώτα τη γυναίκα που το έφερε στον κόσμο.
Είναι λεπτό το δέσιμο μεταξύ πατέρα και κόρης. Αν δε βάλεις τα θεμέλια από την αρχή, θα καταλήξεις απλώς μια φιγούρα της ζωής της, που δε θα ξέρεις τι πραγματικά σκέφτεται και στο μέλλον θα σου κρύβει πράγματα για να μη σε απογοητεύσει ή γιατί φοβάται. Λες κι εμείς δεν κάναμε λάθη και θα μπορούμε να κατακρίνουμε το ίδιο το παιδί μας.
Μα εγώ θέλω να μπαίνω στο σπίτι μετά τη δουλειά και να τρέχει να με αγκαλιάσει, όχι γιατί το λέει η μαμά, αλλά επειδή της έλειψαν οι αστείες γκριμάτσες μου και περιμένει πώς και πώς να φάμε για να συνεχίσω μετά να της διαβάζω το αγαπημένο της βιβλίο.
Να μου κάνει μούτρα όλο πείσμα –ίδια η μάνα της– επειδή δεν την αφήνω να κάτσει στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου και να της το εξηγώ όση ώρα κι αν χρειαστεί μέχρι να το καταλάβει. Όχι μόνο επειδή το λέω εγώ και της το επιβάλλω.
Αργότερα, στην εφηβεία, όταν γνωρίσει τον πρώτο της έρωτα να μη μου το κρύψει, αλλά να έρθει από μόνη της να το πει γιατί θα ξέρει πως θα πάρει μια καλή συμβουλή και φυσικά θα μπορεί να μοιραστεί τη χαρά. Να μη φοβάται πως δε θα εγκρίνω και θα απορρίψω τη σχέση της. Εμείς δεν ερωτευτήκαμε; Πώς κάνουν έτσι κάποιοι γονείς όταν μαθαίνουν ότι η κόρη τους έχει σχέση;
Μα πάνω απ’ όλα, θέλω να τη δω να στέκεται μόνη στα πόδια της και να γίνει ανεξάρτητη. Να της έχω μάθει να στηρίζεται στις δικές της πλάτες και να πιστεύει στον εαυτό της. Από τα παιδικά χρόνια, ακόμα, να επιμένει πως μπορεί να δέσει μόνη της τα κορδόνια, μέχρι την ενηλικίωση που μπορεί να μείνει από δουλειά, αλλά δε θα το βάλει ποτέ κάτω.
Δε θέλω να είμαι η πρώτη της λύση στα προβλήματα, σίγουρα όμως θέλω να γνωρίζει πως στα πολύ δύσκολα θα είμαι η τελευταία της. Αν χρειαστεί να ζητήσει βοήθεια, θα ξέρει πως ο μπαμπάς όλα μπορεί να τα καταφέρει.
Κι όταν αύριο γεράσω να έρχεται να πίνει έναν καφέ μαζί μου. Να με φορτώνει αυτή πια στο αυτοκίνητο και να κερνάει το τραπέζι. Όχι όμως από απλή υποχρέωση απέναντι στον πατέρα που τη ντάντευε όταν ήταν μικρή. Αλλά γιατί θέλει να μου πει τα νέα της, με τη σειρά μου να της πω για το ανεβασμένο μου σάκχαρο και να μου εξηγεί αυτή τώρα, γελώντας, πως δεν επιτρέπεται να τρώω σοκολατίνες με το κιλό όπως παλιά.
Ποτέ δεν τις κατάλαβα τις τυπικότητες που έχω συναντήσει μεταξύ πατέρα και κόρης. Ο πολιτισμός προχωράει και κάποια στερεότυπα δυστυχώς μένουν ακόμη ίδια. Κατάλοιπα ομοφοβίας, ρατσισμού, αποστειρωμένες ενδοοικογενειακές σχέσεις μιας αρτηριοσκληρωτικής πατριαρχίας.
Όλα από το σπίτι ξεκινάνε κι εκεί καταλήγουν. Στο τέλος, ό,τι έβαλες στο παιδί σου θα το λουστείς εσύ ο ίδιος. Από το να μη σε παίρνει ένα τηλέφωνο όταν φύγει από το σπίτι τραβώντας τη γραμμή της δικής του πια ζωής, μέχρι το να σε παρατήσει σ’ ένα γηροκομείο.
Όχι όμως η δικιά μου κόρη. Αυτή θα είναι η γυναίκα της ζωής μου, γιατί θα έχει πάρει κάτι από μένα. Κι αν από τα δέκα που θα προσπαθήσω να της μάθω κρατήσει τα δύο, εγώ πάλι ευτυχισμένος θα είμαι.