Τον Νίκο τον γνώρισα τυχαία ένα απόγευμα πριν από μερικούς μήνες στην Οδό Ιάσωνος. Είναι άστεγος τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Εθισμένος στην ηρωίνη τουλάχιστον τα διπλάσια. Μοναδικά του υπάρχοντα στα τριάντα του χρόνια μια κουβέρτα και ένα τσαντάκι μέσης που κουβαλάει τα «σέα», τα σύνεργα για τη χρήση. Μέλημά του η επόμενη δόση. Στον «Μούσλι» ή «μπράουν», για τους υπόλοιπους τοξικoεξαρτημένους, εύκολα διακρίνει κανεί ένα κράμα τρόπων και συμπεριφοράς που συγκρούεται άμεσα με την κυρίαρχη αισθητική των δρόμων όπου ζει και κινείται. Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες κοιμόταν μαζί με αρκετούς ακόμη άστεγους χρήστες ναρκωτικών στην Οδο Ιάσωνος, ένα πεζόδρομο διάσπαρτο με κόκκινα φανάρια. Εκεί ήταν και το κύριο στέκι τους στο κέντρο, έως ότου ο Δήμος Αθηναίων και η Αστυνομία καθαρίσουν και αυτή την πιάτσα, περιφράζοντας το παλιό εγκαταλελειμμένο κτίριο όπου συνωστίζονταν δεκάδες άνθρωποι. Οι συνεχείς έφοδοι, κυρίως της ομάδας Δίας, τον οδήγησαν τελευταία σε μια άλλη σκοτεινή γωνιά της πόλης την Chinatown, ένα σύμπλεγμα πολυκατοικιών με καταστήματα Κινέζων κοντά στη Πλατεία Κουμουνδούρου.
Με το δόγμα της μηδενικής ανοχής να εφαρμόζεται σε ακόμη μία ευαίσθητη κοινωνική ομάδα, τους τοξικοεξαρτημένους, οι παλιές πιάτσες ερημώνουν, ενώ νέες δημιουργούνται από τη μία μέρα στην άλλη. Δρόμοι, όπως η Ξούθου και η Ιάσωνος, προσπαθούν να ενταχθούν ξανά στην «κανονικότητα», ενώ νέοι οδοί περιμετρικά τους, όπως η Μυλλέρου, η Ακάδημου, η Μαραθώνος, η Αγησιλάου καλούνται να φιλοξενήσουν τους παλιούς «ένοικους» και τους μικροδιακινητές. Το μόνο που φαίνεται να αλλάζει είναι το σκηνικό – οι πρωταγωνιστές παραμένουν ίδιοι.
Εσχάτως, οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «σύγχρονοι νομάδες», με τα καραβάνια τους να περιφέρονται δεξιά και αριστερά, από πιάτσα σε πιάτσα. «Βασίλισσα αυτή τη στιγμή στις πιάτσες είναι η Κάνιγγος. Εκεί θα βρεις τη πιο ισχυρή αλλά και την πιο ακριβή ηρωίνη, συνήθως στο πεντάευρω», λέει ο Μάκης, πρώην ύπαρχος στο Πολεμικό Ναυτικού. «Κατάλαβαν ότι έκανα χρήση και με έδιωξαν», συμπληρώνει. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται πως τα τελευταία δύο – τρία χρόνια αλλάζει συνεχώς ο χάρτης των ναρκωτικών στην πόλη. Τόσο με την είσοδο νέων ειδών, όπως το σίσα – έναν τύπο κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης που παρασκευάζεται με την ανάμειξη διεγερτικών ουσιών με πολύ τοξικές ουσίες – όσο και με τη συνεχή ανακατανομή των ρόλων στις πιάτσες.
Εκτός όμως από τις πιάτσες που προκύπτουν από την διάλυση των παλιών, υπάρχουν και αυτές που αντέχουν στον χρόνο. Η Πλατεία Βάθη, όπου γίνεται κυρίως διακίνηση ηρωίνης και χαπιών – Hipnosedon, κεταμίνες, μπούμπλε – που όπως λένε παλιοί γνώστες της περιοχής το πάνω χέρι στη διακίνηση το έχουν Έλληνες και τσιγγάνοι, σε αντίθεση με άλλες πιάτσες που τις έχουν αναλάβει κυρίως Αφγανοί και Αφρικανοί.
«Αισθάνομαι τελειωμένος άνθρωπος, με ημερομηνία λήξης. Έντεκα χρόνια φυλακή. Αυλώνα, Κέρκυρα, Άμφισσα, Δομοκός, Μαλανδρίνο, Κορυδαλλός». Το 1999 τον Ηλία τον έπιασαν να έχει στην κατοχή του τριάντα κιλά κάνναβη. Ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών και όπως δηλώνει ο ίδιος: «Με δίκασαν σαν παιδάκι. Δεν έφαγα ισόβια για μία ψήφο. Συγγνώμη αν μυρίζω – έχω να κάνω μπάνιο για μέρες και εκτός των άλλων όταν είσαι χαρμάνης το σώμα βγάζει μυρωδιές». Είναι κι αυτός για χρόνια άστεγος. Πέρασε και από το λιμάνι του Πειραιά όπου τον απομάκρυναν ενώ μέχρι πρότινος διανυκτέρευε κι αυτός στο εγκαταλελειμμένο της Ιάσωνος. Τώρα μοιράζεται μια γωνιά στη Κουμουνδούρου απέναντι από την Εκκλησία. Κάθε τόσο «οι αστυνομικοί πετάνε την κουβέρτα μου στα σκουπίδια. Έτσι τους λένε, έτσι κάνουν». Σε επίμονες ερωτήσεις μου σε άνδρες της Αστυνομίας σχετικά με την αντιμετώπιση του φαινομένου η απάντηση ήταν τις περισσότερες φορές αφοπλιστική. «Κάνουμε τη δουλειά μας όπως μας έχουν πει. Βέβαια καταλαβαίνεις και εσύ ο ίδιος πως τα πράγματα μπορούν πολύ εύκολα να ξεφύγουν». Ο Ηλίας αποφεύγει το Πεδίον του Άρεως, «το βασίλειο του σίσα», στέκι κυρίως Αφγανών και Ιρανών χρηστών, ιδιαίτερα τα βράδια. «Εκεί δεν έχει πλάκα. Μπορείς να βρεθείς σφαγμένος. Είναι από τα πιο επικίνδυνα μέρη μαζί με το Μενίδι όπου καθημερινά ανεβαίνουν δέκα λεωφορεία».
Τα στόματα στις πιάτσες παραμένουν κλειστά. Η ρετσινιά του ρουφιάνου ή του συνεργάτη της ασφάλειας φαντάζει απειλητική. Η εμπιστοσύνη είναι άγνωστη λέξη και ο καθένας προσπαθεί να φυλάξει τα νώτα του. «Όσο λιγότερο μιλάς, τόσο το καλύτερο», λέει ένας 43χρονος χρήστης που υποστηρίζει πως γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά τους άγραφους νόμους στις πιάτσες των ναρκωτικών. Η μικρή του κόρη, την οποία βλέπει δύο φορές την εβδομάδα, δεν γνωρίζει ότι ο πατέρας της είναι χρήστης και όπως λέει «αλίμονο αν το μάθει». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, «κάθε πιάτσα έχει και τον αρχηγό της, ενώ δεν είναι καθόλου δύσκολο να δημιουργηθεί εμφύλιος ανάμεσα σε χρήστες όσο και ντίλερς. Πρόσφατα άνθρωπος χτυπήθηκε πάνω από δέκα φορές για το μοίρασμα της πίτας». Το ίδιο μου επιβεβαιώνει και ο Φάνης, ο οποίος είχε χαθεί από την πιάτσα της Σοφοκλέους για περισσότερο από δύο μήνες. «Ήρθε ένα απόγευμα ξαφνικά η ασφάλεια και με μάζεψε. Βρέθηκε λέει ένα όπλο κάτω από ένα στρώμα και δεν ξέρω και εγώ ποιος και γιατί με έμπλεξε σε αυτή την ιστορία». Αφού πέρασε πέντε βράδια στο κρατητήριο του αστυνομικού Τμήματος Ομονοίας, οδηγήθηκε στις φυλακές Κέρκυρας, όπου και παρέμεινε έγκλειστος, όπως διηγείται, για 40 μέρες. Ο Φάνης γύρισε πάλι στην πιάτσα. Το ίδιο δρομολόγιο ακολουθούν και άλλοι σαν αυτόν.
Για τις ανάγκες της έρευνας επισκέπτομαι τη ΓΑΔΑ για να συνομιλήσω με τον κ. Γιώργο Μάγγα, Αναπληρωτή Προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών. Μετά τον απαραίτητο σωματικό έλεγχο στην είσοδο, ανεβαίνω με το ασανσέρ στον ενδέκατο όροφο. Χαμένος για λίγα λεπτά στους δαιδαλώδεις διαδρόμους καταφέρνω να εντοπίσω μια ανοικτή πόρτα στο βάθος. «Το φαινόμενο των ναρκωτικών δεν το βλέπουμε απλώς ως ναρκωτικά στο κέντρο της Αθήνας. Κάθε δόση που φτάνει σε αυτό το σημείο έχει μια ιστορία, μια διαδρομή, την οποία αν την εξετάσεις θα φτάσεις στη χώρα παραγωγής. Το ίδιο το κεντρο της Αθήνας δεν γεννάει ναρκωτικά», λέει και τονίζει την τριπλή διάσταση στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών που έχει η χώρα μας «ως διακομιστικού κέντρου για τη Κεντροδυτική Ευρώπη, ως χώρας κατανάλωσης, ενώ σε ελάχιστο βαθμό και ως χώρας παραγωγού κάνναβης».
Πιάνουμε την κουβέντα για το κέντρο της πόλης. «Το κέντρο της Αθήνας αποτελεί προορισμό γιατί υπάρχει ζήτηση. Δεν έχει λυθεί το θέμα για διάφορους λόγους. Πρώτον οι χρήστες είναι κυρίως ηρωινομανείς και η ηρωίνη εμφανίζει ξεχωριστά χαρακτηριστικά από τα άλλα ναρκωτικά. Δεύτερον πολλοί από αυτούς είναι άστεγοι και τρίτον υπάρχουν προγράμματα απεξάρτησης, που καλώς υπάρχουν, στα οποιά όμως μπορούν να παρισφρείσουν διάφοροι άνθρωποι για άλλους σκοπούς».
Ο κ. Μάγγας υποστηρίζει πως τα στέκια των τοξικοεξαρτημένων έχουν αρχίσει να σπάνε με τη στενή συνεργασία διάφορων Υπηρεσιών, αναφέροντας το παράδειγμα του Πανεπιστημίου. Παραδέχεται βέβαια πως, παρά τις παρεμβάσεις, «δεν μπορείς να πεις ότι έχει λυθεί το πρόβλημα. Θεωρώ ότι πρέπει να υπάρξει μέριμνα σε επίπεδο όχι κατασταλτικό όπως κάνει η Υπηρεσία μας».
Σηκώνεται για λίγο από την καρέκλα του και μου δείχνει ένα σωρό με έγγραφα. Καθημερινά δέχεται παράπονα και καταγγελίες απο κάτοικους και καταστηματάρχες του κέντρου, δείχνοντας περήφανος για το ρυθμό που αυτές μειώνονται. Επαναλαμβάνει πως σκοπός της Υπηρεσίας είναι να χτυπήσει τη διάρθωση του κυκλώματος, σημειώνοντας όμως πως τα πλοκάμια του μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε.
Ρωτώ πως μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της διακίνησης ναρκωτικών στην πόλη. Ο κ. Μάγγας είναι απόλυτος και απ’ ότι φαίνεται και γνώστης των κανόνων της ελεύθερης αγοράς. «Το πρόβλημα» μου λέει «θα λυθεί όταν λυθεί η ζήτηση. Όσο υπάρχει η ζητηση θα βρεθεί ο τρόπος να υπάρξει και η προσφορα. Τα κυκλώματα χτυπιούνται καλύτερα στα λιμάνια και τα αεροδρόμια. Εκεί τα χτυπήματα είναι πιο καίρια και πιο δυνατά. Σκοπός μας είναι οι ποσότητες να μην φτάσουν στην αγορά».
Χαρακτηρίζει το κέντρο της Αθήνας αλλά και την Κυψέλη «κόκκινες περιοχές» και δύσκολο και χρονοβόρο τον εντοπισμό ενός κυκλώματος καθώς παρεμβάλλονται πολλά χέρια. Η Δίωξη απασχολεί καθημερινά 14 άτομα συν 12 ενισχυτικά. «Όπου υπάρχει μικρή ποσότητα από πίσω κρύβεται μια μεγαλύτερη. Εμείς αναζητούμε το δρομολόγιο».
Καθημερινή παρουσία στις πιάτσες του κέντρου της Αθήνας καταγράφουν διάφορα πρόγραμματα προσέγγισης χρηστών. Το ΚΕΘΕΑ, με αιχμή του δόρατος το street work, αποσκοπεί στην υποστήριξη των τοξικοεξαρτημένων, έτσι ώστε να βελτιωθεί η γενική τους κατάσταση και να περιοριστούν οι κίνδυνοι και τα προβλήματα που συνδέονται με τη χρήση ουσιών, παρέχοντας τους ψυχιατρικές, οδοντιατρικές και ιατρικές υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας καθώς και χώρο διημέρευσης. Όπως αναφέρει ο κ. Μιχάλης Μυλωνάς, υπεύθυνος του ΚΕΘΕΑ ΕΞΕΛΙΞΙΣ, Ψυχολόγος και Σύμβουλος Τοξικοεξάρτησης, το πρόβλημα στο κέντρο της πρωτεύουσας καθώς και ο στρουθοκαμηλισμός με τον οποίο αντιμετωπίζεται αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, καθώς «σαν ΚΕΘΕΑ το γνωρίζουμε τουλάχιστον είκοσι χρόνια, απλώς τον τελευταίο καιρό έχει οξυνθεί επικίνδυνα». Ζητώ από τον κ. Μυλωνά να μου αποτυπώσει το προφίλ των ανθρώπων που κινούνται και διαμένουν στις πιάτσες. «Κυρίως άστεγοι, άποροι, αποκομμένοι από τον κοινωνικό ιστό, από διάφορες περιοχές της χώρας και το εξωτερικό. Με εξαιρετικά επιβαρυμένο ιατρικό ιστορικό ασθενειών όπως ηπατίτιδα B και C, χωρίς πρόσβαση στις Υπηρεσίες Υγείας ούτε καν βιβλιάριο απορίας. Πολλοί από αυτούς με μεγάλο ποσοστό συνοσηρότας και ψυχολογικές διαταραχές». Ο κ. Μυλωνάς εντοπίζει το φαινόμενο της μεταφοράς των χρηστών από τη μια πιάτσα στην άλλη σε δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον τις συνεχείς επεμβάσεις της αστυνομίας και έπειτα στο γεγονός ότι πολύ συχνά αλλάζει ο χάρτης με τη διάθεση των ναρκωτικών ουσιών. «Ο πληθυσμός αυτός δεν κρύβεται κάτω από το χαλί ούτε κλείνεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Χρειάζεται οργάνωση υπηρεσιών φροντίδας, ένταξης και θεραπείας. Χωρίς εθελοτυφλία», καταλήγει ο κ. Μυλωνάς.
«Τσαπατσούλικη και επιπόλαιη» θεωρεί την διαχείριση του φαινομένου από τον Δήμο και τη Αστυνομία ο κ. Αλέξανδρος Κυρούσης, Ψυχίατρος – Διευθυντής Απεξάρτησης Μονάδας του 18 ΑΝΩ. Με φανερή ανησυχία μιλάει «για ένα περιφερόμενο ανθρώπινο δυναμικό που διεγείρει τις κοινωνικές και επιστημονικές μας ασάφειες και αμηχανίες. Ένα σύνολο ανθρώπων που μετακινείται από τη μία πλευρά της πόλης στην άλλη».
Επί δύο εβδομάδες προσπαθούσα να επικοινωνήσω και με τον Δήμο Αθηναίων. Μέχρι τη μέρα, που ολόκληρωσα το ρεπορτάζ, δεν κατάφερα να έρθω σε επαφή.