Όλα άρχισαν πριν από τρία χρόνια όταν ήρθε στην Κύπρο ο άνδρας της αδελφής μου που μένει στο Λονδίνο. Εκείνη την περίοδο με φιλοξενούσε η άλλη μου αδελφή και στο σπίτι ήρθε να μείνει και ο κουνιάδος μου! Μετά από το οικογενειακό τραπέζι που είχαμε, λίγο το κρασί, λίγο η μουσική, μερακλώσαμε σχεδόν όλοι.
Η αδελφή μου με την σύζυγο της ανέβηκαν στα δωμάτια αφού νύσταξαν ενώ εγώ και ο σύζυγος της άλλης μου αδελφής κοιμηθήκαμε κάτω στο καναπέ. Σε άλλο εκείνος και σε άλλο εγώ φυσικά. Το βράδυ που ξαπλώσαμε για ύπνο τον βλέπω να με κοιτάει επίμονα και να μου στέλνει φιλάκια. Εγώ αμέσως ψιλομεθυσμένη που ήμουν ξέσπασα σε γέλια και του είπα, «βρε, τι κανείς» και όπως ήταν κι αυτός σκνίπα στο μεθύσι σηκώνεται και με πλησιάζει. Οι δυνάμεις μου δεν ήταν αρκετές και ενέδωσα στις ορμές του.
Αυτό έγινε μόνο μία φορά αλλά ήταν αρκετή να με κάνει να μην ξέρω πως να συμπεριφερθώ. Το επόμενο βράδυ ήθελα να φύγω από το σπίτι. Ένιωθα ξένη και ντροπή για ότι έγινε.
Η αδελφή μου δούλευε, ο άντρας της αδελφής μου που ήρθε από το εξωτερικό είχε βγει έξω και ξαφνικά μπαίνει στο σπίτι ο άλλος μου ο κουνιάδος. Με βλέπει να ετοιμάζω τα πράγματα μου. Με πλησιάζει και μου λέει «τι κάνεις εκεί; Που πας;» Προσπάθησα να δικαιολογηθώ, πως το σπίτι έχει αρκετά άτομα και πως θα πάω να μείνω σε μία φίλη μου για να τους αδειάσω τη γωνιά. Ήμουν σχεδόν βουρκωμένη.
Ήθελα να ξεσπάσω σε κλάματα γιατί ένιωθα τόσες τύψεις που ότι και να έκανα δεν θα έφευγε η ντροπή από πάνω μου. Τότε ο άντρας της αδελφής μου με πλησίασε, με πιάνει από το χέρι και αντί να με ηρεμήσει και να με καθησυχάσει με κοίταξε στα μάτια και μου λέει «ξέρω τα πάντα. Μου τα είπε όλα…» και με σπρώχνει προς το μέρος του. Τα είπε όλα σε αυτόν και ένιωθα σαν να με εκβίαζε. Είχα παραλύσει. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ήταν σαν να με βίασε και εγώ χαμένη στο κενό…
Δεν μπορούσα να αρνηθώ γιατί τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Μετά από αυτό έφυγα από το σπίτι. Με τις αδελφές μου μιλάω, τις βλέπω αλλά στο σπίτι της μητέρας μας.
Κάθε φορά που με καλούν βρίσκω χίλιες δύο δικαιολογίες. Κάνα δυο φορές ο ένας από τους δύο με παίρνει τηλέφωνο εσκεμμένα μπροστά στην αδελφή μου για να μου πει να πάω στο σπίτι για φαγητό. Έχει θράσος ενώ εγώ νιώθω ντροπή. Για ένα λάθος, ζω τον απόλυτο εκβιασμό. Τι να κάνω; Να μιλήσω με τις αδελφές μου; Θα με καταλάβουν ή θα με φτύσουν και θα καταστρέψω την οικογενειακή μας γαλήνη; Είμαι στα όρια της παράνοιας. Βοηθήστε με.